Μαθαίνοντας για την κατάθλιψη μέσα απ’ τη λογοτεχνία και το σινεμά

Όταν ο Σίγκμουντ Φρόυντ αποπειράθηκε να προσεγγίσει ψυχαναλυτικά τη νουβέλα «Gradiva», δημοσιεύοντας τη μελέτη του «Η φαντασίωση και τα όνειρα στην ‘’Gradiva’’ του Βίλχελμ Γένσεν» (1907), η ψυχανάλυση συστήθηκε κι επισήμως με τη λογοτεχνία κι αποδείχθηκε αυτό που είχε λεχθεί από το Φρόυντ, δηλαδή, πως πολύ συχνά οι δημιουργοί οδηγούνται σε επιστημονικά πορίσματα και διατυπώνουν ψυχαναλυτικές θεωρίες, που οι επιστήμονες δεν είναι ακόμα σε θέση να διατυπώσουν.
Έκτοτε, η λογοτεχνία και η ψυχανάλυση άρχισαν να συμπορεύονται, με αποτέλεσμα πολλοί συγγραφείς να χτίσουν την προσωπικότητα των ηρώων τους πάνω σε ψυχαναλυτικές προδιαγραφές, όπως άλλωστε συμβαίνει και με πολλά θεατρικά και κινηματογραφικά έργα, που έχουν αξιοποιήσει στο έπακρο τα δεδομένα της ψυχανάλυσης. Στο συγκεκριμένο άρθρο, λοιπόν, θα εξετάσουμε την κατάθλιψη μέσα απ’ τη λογοτεχνία και το σινεμά, παρατηρώντας πώς περιγράφονται οι καταθλιπτικοί ήρωες σε δύο μυθιστορήματα και σε δύο κινηματογραφικές ταινίες:
Στην «Βαρκάρισσα της χίμαιρας», η συγγραφέας Αλκυόνη Παπαδάκη περιγράφει τη ζωή δύο αδερφών, της Νανώς και του Τζόνυ, που μεγαλώνουν στη Σαλαμίνα τη δεκαετία του ’60. Η μητέρα τους, Ερασμία, φαίνεται ανήμπορη να τους δώσει την αγάπη που ζητούν, αφού δείχνει ν’ αδιαφορεί όχι μόνο για την οικογένειά της, αλλά και για όλα όσα συμβαίνουν: συνηθίζει να κάθεται σε μια πολυθρόνα του σαλονιού και να βυθίζεται στην «άβυσσο της ονειροπόλησής της», όσο μάλιστα τα παιδιά μεγαλώνουν κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό της, φτάνοντας στο σημείο να μένει όλη μέρα κλεισμένη στο δωμάτιό της «ν’ ακούει μουσική και να ψάχνει τον ουρανό». Η συγγραφέας δεν αναφέρει τη λέξη «κατάθλιψη», δεδομένου όμως ότι τα βασικά της συμπτώματα είναι τα αισθήματα μελαγχολίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, η κοινωνική απόσυρση και το χαμηλό επίπεδο ενέργειας, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να καταλάβουμε από τι πάσχει η Ερασμία. Επιπροσθέτως, η Αλκυόνη Παπαδάκη δεν παραλείπει να μας πληροφορήσει πως όταν ήταν νέα είχε αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει τρεις φορές, αφού ο αγαπημένος της, Αιμίλιος, παντρεύτηκε τελικά κάποια άλλη. Παρόλα αυτά, ο Αιμίλιος διατήρησε καλές σχέσεις με την Ερασμία, έγινε μάλιστα γιατρών των παιδιών της, ενώ ο ξαφνικός θάνατός του τη βύθισε σε μια απέραντη θλίψη που δεν κατάφερε να νικήσει ποτέ. Για την Ερασμία, λοιπόν, ο Αιμίλιος πέθανε δύο φορές, μία συμβολικά και μία πραγματικά, και, όπως έχει υποστηρίξει ο Φρόιντ, όταν ένας άνθρωπος χάνει ένα αντικείμενο αγάπης, μπορεί να προκληθεί μία παθολογική μορφή πένθους που τον οδηγεί σταδιακά σε σοβαρή κατάθλιψη και αυτοκτονικό ιδεασμό, ειδικά αν εκλαμβάνει την απώλεια του αντικειμένου ως απόρριψη. Άρα, ο έρωτας της Ερασμίας για τον Αιμίλιο ήταν ο βασικός, ίσως και ο μοναδικός, λόγος που την οδήγησε στην κατάθλιψη.
Έκτοτε, η λογοτεχνία και η ψυχανάλυση άρχισαν να συμπορεύονται, με αποτέλεσμα πολλοί συγγραφείς να χτίσουν την προσωπικότητα των ηρώων τους πάνω σε ψυχαναλυτικές προδιαγραφές, όπως άλλωστε συμβαίνει και με πολλά θεατρικά και κινηματογραφικά έργα, που έχουν αξιοποιήσει στο έπακρο τα δεδομένα της ψυχανάλυσης. Στο συγκεκριμένο άρθρο, λοιπόν, θα εξετάσουμε την κατάθλιψη μέσα απ’ τη λογοτεχνία και το σινεμά, παρατηρώντας πώς περιγράφονται οι καταθλιπτικοί ήρωες σε δύο μυθιστορήματα και σε δύο κινηματογραφικές ταινίες:
Στην «Βαρκάρισσα της χίμαιρας», η συγγραφέας Αλκυόνη Παπαδάκη περιγράφει τη ζωή δύο αδερφών, της Νανώς και του Τζόνυ, που μεγαλώνουν στη Σαλαμίνα τη δεκαετία του ’60. Η μητέρα τους, Ερασμία, φαίνεται ανήμπορη να τους δώσει την αγάπη που ζητούν, αφού δείχνει ν’ αδιαφορεί όχι μόνο για την οικογένειά της, αλλά και για όλα όσα συμβαίνουν: συνηθίζει να κάθεται σε μια πολυθρόνα του σαλονιού και να βυθίζεται στην «άβυσσο της ονειροπόλησής της», όσο μάλιστα τα παιδιά μεγαλώνουν κλείνεται όλο και περισσότερο στον εαυτό της, φτάνοντας στο σημείο να μένει όλη μέρα κλεισμένη στο δωμάτιό της «ν’ ακούει μουσική και να ψάχνει τον ουρανό». Η συγγραφέας δεν αναφέρει τη λέξη «κατάθλιψη», δεδομένου όμως ότι τα βασικά της συμπτώματα είναι τα αισθήματα μελαγχολίας για μεγάλο χρονικό διάστημα, η κοινωνική απόσυρση και το χαμηλό επίπεδο ενέργειας, δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο να καταλάβουμε από τι πάσχει η Ερασμία. Επιπροσθέτως, η Αλκυόνη Παπαδάκη δεν παραλείπει να μας πληροφορήσει πως όταν ήταν νέα είχε αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει τρεις φορές, αφού ο αγαπημένος της, Αιμίλιος, παντρεύτηκε τελικά κάποια άλλη. Παρόλα αυτά, ο Αιμίλιος διατήρησε καλές σχέσεις με την Ερασμία, έγινε μάλιστα γιατρών των παιδιών της, ενώ ο ξαφνικός θάνατός του τη βύθισε σε μια απέραντη θλίψη που δεν κατάφερε να νικήσει ποτέ. Για την Ερασμία, λοιπόν, ο Αιμίλιος πέθανε δύο φορές, μία συμβολικά και μία πραγματικά, και, όπως έχει υποστηρίξει ο Φρόιντ, όταν ένας άνθρωπος χάνει ένα αντικείμενο αγάπης, μπορεί να προκληθεί μία παθολογική μορφή πένθους που τον οδηγεί σταδιακά σε σοβαρή κατάθλιψη και αυτοκτονικό ιδεασμό, ειδικά αν εκλαμβάνει την απώλεια του αντικειμένου ως απόρριψη. Άρα, ο έρωτας της Ερασμίας για τον Αιμίλιο ήταν ο βασικός, ίσως και ο μοναδικός, λόγος που την οδήγησε στην κατάθλιψη.
Η Ερασμία παρουσιάζει αρκετά κοινά με την Ανθή Αλκαίου, ούσα κι εκείνη μητέρα που πάσχει από κατάθλιψη και μένει όλη τη μέρα απομονωμένη στο δωμάτιό της, ωστόσο στο μυθιστόρημα «Η κόρη της Ανθής Αλκαίου» η κατάθλιψη της μητέρας αποτελεί το βασικό θέμα του βιβλίου, κάτι που δε συμβαίνει με τη «Βαρκάρισσα της χίμαιρας». Η συγγραφέας και καθηγήτρια ψυχολογίας Φωτεινή Τσαλίκογλου τοποθετεί τους ήρωές της στη δεκαετία του ’60, όπως και η Αλκυόνη Παπαδάκη, περιγράφοντας τις προσπάθειες ενός μικρού κοριτσιού να θεραπεύσει τη μητέρας της που πάσχει από κατάθλιψη. Η κόρη της Ανθής Αλκαίου, της οποία το όνομα δε μαθαίνουμε ποτέ, περιγράφει σε πρώτο πρόσωπο τόσο τις προσπάθειές της να «κάνει καλά» τη μαμά της, όσο και την κλινική της εικόνα: η Ανθή Αλκαίου μένει «βιδωμένη» και «ακίνητη σαν δέντρο», «ό, τι κι αν γινότανε δε θα είχε απορία ή φόβο ή θυμό, δε θα είχε έκπληξη», αφού ακόμα και στις φωτογραφίες έχει πάντα το ίδιο βλέμμα και την ίδια μελαγχολία, «δεν είχε κουνηθεί, δεν είχε αλλάξει τίποτα επάνω της (…) οι τέσσερις φωτογραφίες ήταν σαν να ήταν μία μόνο, ο χρόνος ήταν σαν να μην είχε περάσει». Ακόμα, όταν η Ανθή καλείται να βοηθήσει την κόρη της στην ορθογραφία, αισθάνεται τόση εξάντληση που δεν μπορεί να της υπαγορεύσει ολόκληρη τη φράση «σήμερα είναι γιορτή». Όπως η Ερασμία, έτσι και η Ανθή έχει αισθήματα μελαγχολίας, κοινωνική απόσυρση, χαμηλό επίπεδο ενέργειας και κόπωση. Επίσης, δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί και να εστιάσει κάπου την προσοχή της, ενώ μιλάει ελάχιστα, και οι απαντήσεις της είναι μηχανικές και μονοσύλλαβες: η κόρη της, μάλιστα, όταν την ακούει να λέει πως είναι νεκρή, σχεδόν χαίρεται, θεωρώντας πως «είναι πολύ καλύτερα από όταν καθόλου δε μιλάει». Η κόρη της Ανθής Αλκαίου προσπαθεί να γίνει η μητέρα της Ανθής Αλκαίου, πασχίζοντας με κάθε τρόπο να τη θεραπεύσει, οι προσπάθειές της, όμως, όπως και οι προσπάθειες του μικρού Τζόνυ στη «Βαρκάρισσα της χίμαιρας», δε στέφονται μ’ επιτυχία.
Ο ομοφυλόφιλος Φρανκ στην ταινία «Little Miss Sunshine» σε σενάριο Μάικλ Αρντ (Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου 2007), ενσαρκωμένος από τον Στιβ Καρέλ, αποτελεί έναν ακόμη καταθλιπτικό ήρωα: νοσηλεύεται για ένα μικρό διάστημα σε ψυχιατρική κλινική, έχει αυτοκτονικές τάσεις, όπως και το 60% των ασθενών, ενώ αφορμή για την εκδήλωση της νόσου στάθηκε μία ερωτική απογοήτευση. Συγκεκριμένα, ο Φρανκ είναι καθηγητής πανεπιστημίου κι έχει ερωτευτεί έναν ομοφυλόφιλο φοιτητή του που όχι μόνο δεν ενδίδει στον έρωτά του, αλλά συνδέεται ερωτικά μ’ έναν άλλο καθηγητή. Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται να επαληθεύεται η ψυχοδυναμική προσέγγιση της κατάθλιψης, σύμφωνα με την οποία το πένθος για ένα χαμένο αντικείμενο εξελίσσεται σε κατάθλιψη, καθώς τα αμφιθυμικά συναισθήματα για το εν λόγω αντικείμενο κατευθύνονται κατά του εαυτού, οδηγώντας τον ασθενή σε μία εσωτερική αίσθηση σύγκρουσης, ενοχής, οργής και πόνου.
Τέλος, ο Γουόλτερ Μπλακ, ερμηνευμένος εξαιρετικά από το Μελ Γκίπσον στην ταινία «The beaver» (ελληνικός τίτλος: «Ο άλλος μου εαυτός») σε σενάριο Κάιλ Κίλεν, είναι ένας ιδιοκτήτης εταιρείας παιχνιδιών, παντρεμένος με δύο παιδιά, που έχει βυθιστεί στην κατάθλιψη, αδιαφορώντας για τη δουλειά και την οικογένειά του. Έχοντας εγκαταλείψει την εταιρία του, μένει όλη τη μέρα κλεισμένος στο σπίτι, «ακίνητος» και «βιδωμένος», όπως η Ανθή Αλκαίου, ανίκανος να δεχτεί τις εκδηλώσεις τρυφερότητας της γυναίκας του και του μικρότερου γιου του, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την αποδοκιμασία και τη σκληρότητα του έφηβου γιου του, ο οποίος είναι πληγωμένος απ’ τη νόσο του πατέρα του και το οικογενειακό του περιβάλλον. Έχει τάσεις αυτοκτονίας, όπως ο Φρανκ, απώλεια της libido, έλλειψη στόχων και κινήτρων, κοιμάται συνεχώς και φαίνεται να είναι εθισμένος στο αλκοόλ. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ήρωες, ο Γουόλτερ επιχειρεί να θεραπεύσει μόνος του τον εαυτό του, αρχίζοντας να μιλάει και κατ’ επέκταση να παίρνει αποφάσεις, μέσω μιας κούκλας κάστορα που κρατά στο χέρι του. Έτσι, καταφέρνει να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του και να σώσει την εταιρία του, τα πράγματα όμως θ’ αρχίσουν να παίρνουν μια ανεξέλεγκτη τροπή, όταν ο κάστορας αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της ζωής του Γουόλτερ.
Δημήτρης Βαγενάς
Τέλος, ο Γουόλτερ Μπλακ, ερμηνευμένος εξαιρετικά από το Μελ Γκίπσον στην ταινία «The beaver» (ελληνικός τίτλος: «Ο άλλος μου εαυτός») σε σενάριο Κάιλ Κίλεν, είναι ένας ιδιοκτήτης εταιρείας παιχνιδιών, παντρεμένος με δύο παιδιά, που έχει βυθιστεί στην κατάθλιψη, αδιαφορώντας για τη δουλειά και την οικογένειά του. Έχοντας εγκαταλείψει την εταιρία του, μένει όλη τη μέρα κλεισμένος στο σπίτι, «ακίνητος» και «βιδωμένος», όπως η Ανθή Αλκαίου, ανίκανος να δεχτεί τις εκδηλώσεις τρυφερότητας της γυναίκας του και του μικρότερου γιου του, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την αποδοκιμασία και τη σκληρότητα του έφηβου γιου του, ο οποίος είναι πληγωμένος απ’ τη νόσο του πατέρα του και το οικογενειακό του περιβάλλον. Έχει τάσεις αυτοκτονίας, όπως ο Φρανκ, απώλεια της libido, έλλειψη στόχων και κινήτρων, κοιμάται συνεχώς και φαίνεται να είναι εθισμένος στο αλκοόλ. Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους ήρωες, ο Γουόλτερ επιχειρεί να θεραπεύσει μόνος του τον εαυτό του, αρχίζοντας να μιλάει και κατ’ επέκταση να παίρνει αποφάσεις, μέσω μιας κούκλας κάστορα που κρατά στο χέρι του. Έτσι, καταφέρνει να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του και να σώσει την εταιρία του, τα πράγματα όμως θ’ αρχίσουν να παίρνουν μια ανεξέλεγκτη τροπή, όταν ο κάστορας αποκτήσει τον πλήρη έλεγχο της ζωής του Γουόλτερ.
Δημήτρης Βαγενάς