Ο βασιλιάς των λιονταριών»: Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση
Η αμερικανική ταινία κινουμένων σχεδίων «Ο βασιλιάς των λιονταριών» προβλήθηκε στους κινηματογράφους το 1994 από τη Walt Disney Pictures σημειώνοντας μεγάλη εισπρακτική (μέχρι σήμερα είναι η 16η ταινία σε εισπράξεις παγκοσμίως) και καλλιτεχνική επιτυχία, κερδίζοντας Χρυσές Σφαίρες και βραβεία Oscar. Πρωταγωνιστές της είναι τα ζώα της ζούγκλας, και βασικός της ήρωας το λιονταράκι Σίμπα, γιος του βασιλιά Μουφάσα και της βασίλισσας Σαράμπι. Ο Σίμπα ζει ευτυχισμένος στην αφρικανική σαβάνα, μέχρι τη στιγμή που ο Σκαρ, αδερφός του πατέρα του, σκοτώνει το Μουφάσα για να γίνει ο ίδιος βασιλιάς. Ο Σίμπα, εξαιτίας ενός έξυπνου τεχνάσματος του Σκαρ, πείθεται πως είναι υπεύθυνος για το θάνατο του πατέρα του, εξορίζεται, λοιπόν, κι αποφασίζει να μην ξαναγυρίσει ποτέ. Για καλή του τύχη, τον βρίσκουν ο Τιμόν και ο Πούμπα, μία σουρικάτα και ένας φακόχοιρος, οι οποίοι τον μεγαλώνουν. Ο Σίμπα ενηλικιώνεται έχοντας σχεδόν ξεχάσει την οικογένειά του, όταν όμως συναντάει τυχαία τη Νάλα, ένα θηλυκό λιοντάρι που αποτελούσε τον παιδικό του έρωτα, και εμφανίζεται μπροστά του το φάντασμα του νεκρού του πατέρα, αποφασίζει να γυρίσει πίσω και να εκδικηθεί το Σκαρ. Τελικά, καταφέρνει να σκοτώσει το θείο του, να γίνει βασιλιάς, και να παντρευτεί την αγαπημένη του Νάλα.
Η βασική υπόθεση φαντάζει γνωστή και ξαναειπωμένη, έχοντας τις ρίζες της στη Βίβλο και στον σαιξπηρικό «Άμλετ»: ο Σκαρ γίνεται αδελφοκτόνος όπως ο Κάιν, ο Σίμπα σώζει τα ζώα της ζούγκλας από την τυραννία του Σκαρ έχοντας δει πρώτα ένα όραμα, κάτι που είχε συμβεί και με το Μωυσή, ενώ ο γυρισμός του Σίμπα στα πάτρια εδάφη, μας φέρνει στο νου την «επιστροφή του ασώτου». Όσον αφορά τον «Άμλετ», τα κοινά των δύο ιστοριών είναι εμφανέστατα, όπως η δολοφονία του βασιλιά από τον αδερφό του, το φάντασμα του νεκρού πατέρα και η εκδίκηση του γιου του. Ταυτόχρονα, το γεγονός πως η ιστορία χρησιμοποιεί αρκετά μυθικά αρχέτυπα, καθιστά ιδιαίτερα ελκυστική την ιδέα να την προσεγγίσουμε ψυχαναλυτικά, αφού και οι θεωρίες του Φρόιντ και του Γιουνγκ είναι εμπνευσμένες από τη μυθολογία, τη θρησκεία και έννοιες που κατέχουν κεντρική θέση στο «Βασιλιά των λιονταριών», όπως η γέννηση, ο θάνατος και η εξουσία.
Λίγο πριν ο Σίμπα αναγκαστεί να αυτο – εξοριστεί, φαίνεται να είναι μεταξύ 6 και 10 χρονών (ανθρώπινα χρόνια) και να έχει διανύσει τον Οιδιπόδειο κύκλο του, την περίοδο δηλαδή που το αγόρι 3 – 7 ετών έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες για τη μητέρα του, με αποτέλεσμα να έρχεται σε σύγκρουση με τον πατέρα. Ο Σίμπα, έχοντας ολοκληρώσει τον Οιδιπόδειο κύκλο του, έχει καταφέρει να ταυτιστεί με το Μουφάσα, τον οποίο θαυμάζει, σέβεται και αποτελεί το ανδρικό του πρότυπο. Ταυτόχρονα, η προσοχή του έχει στραφεί στο πρόσωπο της συνομήλικής του Νάλα, διανύει, συνεπώς, τη λανθάνουσα σεξουαλική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας το ενδιαφέρον που δείχνουν τα αγόρια προεφηβικής ηλικίας για τα κορίτσια εκδηλώνεται περισσότερο φιλικά παρά ερωτικά, μέσω παιχνιδιών και αλληλοπειραγμάτων, κάτι που συμβαίνει και με τα δύο λιονταράκια. Συνεπώς, ο Σίμπα φαίνεται να περνάει ομαλά από το ένα ψυχοσεξουαλικό στάδιο ανάπτυξης στο άλλο, χωρίς να έχει ανικανοποίητες επιθυμίες, που θα τον εμπόδιζαν να συνάψει υγιείς και ολοκληρωμένες ερωτικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της ενήλικης ζωής.
Λίγο πριν ο Σίμπα αναγκαστεί να αυτο – εξοριστεί, φαίνεται να είναι μεταξύ 6 και 10 χρονών (ανθρώπινα χρόνια) και να έχει διανύσει τον Οιδιπόδειο κύκλο του, την περίοδο δηλαδή που το αγόρι 3 – 7 ετών έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες για τη μητέρα του, με αποτέλεσμα να έρχεται σε σύγκρουση με τον πατέρα. Ο Σίμπα, έχοντας ολοκληρώσει τον Οιδιπόδειο κύκλο του, έχει καταφέρει να ταυτιστεί με το Μουφάσα, τον οποίο θαυμάζει, σέβεται και αποτελεί το ανδρικό του πρότυπο. Ταυτόχρονα, η προσοχή του έχει στραφεί στο πρόσωπο της συνομήλικής του Νάλα, διανύει, συνεπώς, τη λανθάνουσα σεξουαλική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας το ενδιαφέρον που δείχνουν τα αγόρια προεφηβικής ηλικίας για τα κορίτσια εκδηλώνεται περισσότερο φιλικά παρά ερωτικά, μέσω παιχνιδιών και αλληλοπειραγμάτων, κάτι που συμβαίνει και με τα δύο λιονταράκια. Συνεπώς, ο Σίμπα φαίνεται να περνάει ομαλά από το ένα ψυχοσεξουαλικό στάδιο ανάπτυξης στο άλλο, χωρίς να έχει ανικανοποίητες επιθυμίες, που θα τον εμπόδιζαν να συνάψει υγιείς και ολοκληρωμένες ερωτικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της ενήλικης ζωής.
Παρόλα αυτά, πιστεύοντας πως έχει σκοτώσει, έστω και ακούσια, τον πατέρα του, του δημιουργείται ένα ψυχικό τραύμα που δεν μπορεί να διαχειριστεί, εμποδίζοντάς τον να ωριμάσει, με αποτέλεσμα να γυρίσει σε προηγούμενο στάδιο ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης. Αν και ο Σίμπα είχε ήδη διανύσει τον Οιδιπόδειο κύκλο του, τώρα επιστρέφει σ’ αυτόν, και χωρίς την παρουσία του Μουφάσα οι ενδοψυχικές του συγκρούσεις του δεν μπορούν να επιλυθούν. Όπως υποστήριξε ο Φρόιντ, την περίοδο που το μικρό αγόρι επιθυμεί ερωτικά τη μητέρα του, εύχεται ενδόμυχα να πεθάνει ο πατέρας του – μια ευχή που το γεμίζει με τύψεις. Τότε το αγόρι πιστεύει πως θα ευνουχιστεί απ’ τον πατέρα του, κι αυτός ο φόβος είναι που το προστατεύει και το βοηθάει να ολοκληρώσει τον Οιδιπόδειο κύκλο του: αν συνεχίσει να εύχεται το θάνατο του πατέρα του θα υποφέρει, αν πάλι πραγματοποιηθούν οι επιθυμίες του θα τιμωρηθεί και θα υποφέρει περισσότερο, προσπαθεί, λοιπόν, να καταπνίξει τους πόθους του και κατά συνέπεια να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του, ούτως ώστε ν’ απαλλαγεί από τις ενοχές του. Στην περίπτωση του Σίμπα, ο χειρότερος φόβος του έχει πραγματοποιηθεί, έχοντας ήδη σκοτώσει τον πατέρα του, και ταυτόχρονα δεν υπάρχει ένα ισχυρό πρόσωπο που θα το αντιμετωπίσει σα σύμβολο τιμωρίας, έτσι ώστε να διαχειριστεί τις ενοχές του. Πρέπει, συνεπώς, να τιμωρηθεί μόνος του: ο Οιδίποδας αυτο – τυφλώθηκε, ο Σίμπα αυτο – εξορίζεται.
Ο Τιμόν και ο Πούμπα λειτουργούν για το Σίμπα όπως οι εφτά νάνοι για τη Χιονάτη: κοντά τους βρίσκει ένα καταφύγιο και μια οικογένεια, μέσα στην οποία ζει χαρούμενος και προστατευμένος. Ωστόσο, οι εφτά νάνοι δεν μπορούν να γίνουν οι γονείς της Χιονάτης – αντίθετα, η ίδια φαίνεται να τους φροντίζει και να τους αγαπά όπως η μητέρας τους – και η λύτρωση έρχεται μόνο με τον ερχομό του πρίγκιπα, που σαν άλλος πατέρας σώζει τη Χιονάτη και την παίρνει υπό την προστασία του. Αντίστοιχα, ο Τιμόν και ο Πούμπα μένουν αιώνια παιδιά, μεγαλώνοντας το Σίμπα υπό τις αρχές του «Χακούνα Ματάτα» δίνοντάς του το άλλοθι να ξεχάσει, φαινομενικά, την οικογένειά του και να μην αντιμετωπίσει τα προβλήματά του κατά πρόσωπο. Ο Τιμόν και ο Πούμπα αποτελούν τη μοναδική, ουσιαστικά, κωμική νότα της ιστορίας, ενώ, σύμφωνα με τους παραγωγούς της ταινίας, αποτελούν τα μοναδικά ζώα που δεν απεικονίστηκαν με ιδιαίτερη ακρίβεια και ρεαλισμό. Αυτό μοιάζει να μην έχει γίνει τυχαία, αφού και στην τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων με πρωταγωνιστές τους δύο ήρωες, όλα όσα συμβαίνουν είναι μη αληθοφανή, σε αντίθεση με τις περισσότερες σειρές και ταινίες της Disney που οι ήρωες κινούνται σ’ ένα συγκεκριμένο – έστω και φανταστικό – πλαίσιο: ο Τιμόν και ο Πούμπα άλλοτε ζουν στη ζούγκλα, άλλοτε είναι υπάλληλοι σε φαστφουντάδικο και συνομιλούν με ανθρώπους, ενώ σ’ ένα επεισόδιο βρίσκονται ακόμη και στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου! Φαίνεται, δηλαδή, πως τούς συμβαίνουν όλα όσα μπορούν να συμβούν στη φαντασία ενός μικρού παιδιού, η οποία δεν γνωρίζει όρια και απαγορεύσεις. Δίπλα τους ο Σίμπα μένει κι ο ίδιος παιδί, χωρίς να μπορεί να ταυτιστεί μ’ ένα αντρικό πρότυπο και κατά συνέπεια να ωριμάσει. Η τυχαία συνάντησή του με τη Νάλα και το κάλεσμά της να γυρίσει πίσω και να εκδικηθεί το Σκαρ θα τον βάλει σε σκέψεις. Χρειάζεται, όμως, τη στήριξη και την αποδοχή του πατέρα του, έτσι ώστε να οπλιστεί με θάρρος και να πιστέψει στον εαυτό του.
Τη λύση έρχεται να δώσει ο Ραφίκι, ένας γέρος μανδρίλος που «παρακολουθεί» διακριτικά τους ήρωες καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και γνωρίζει τα κίνητρά τους, θυμίζοντας Χορό σε αρχαία τραγωδία. Ο Ραφίκι, ζητάει από το Σίμπα να καθρεφτιστεί στο νερό μιας λίμνης με αποτέλεσμα το λιοντάρι να συνειδητοποιήσει πόσο πολύ μοιάζει στον πατέρα του, που πλέον ζει μέσα απ’ αυτόν. Αμέσως μετά εμφανίζεται το φάντασμα του Μουφάσα που καλεί το γιο του να θυμηθεί ποιος είναι και να πάρει τη θέση που τού αξίζει, να γίνει δηλαδή βασιλιάς. Ακολουθεί μια συζήτηση μεταξύ του Σίμπα και του Ραφίκι, όπου το λιοντάρι παραδέχεται πως φοβάται ν’ αντιμετωπίσει το παρελθόν του και γι’ αυτό τόσο καιρό το απέφευγε. Ο γερο – μανδρίλος τού εξηγεί πως «τα παλιά πονάνε, αλλά ή θα σου γίνουν μάθημα, ή θα την ξαναπατήσεις» κι αμέσως ο Σίμπα αποφασίζει να επιστρέψει και να γίνει βασιλιάς. Ο Ραφίκι είναι κατά κάποιον τρόπο ο ψυχολόγος της ιστορίας, αφού δεν δίνει στο Σίμπα έτοιμες λύσεις και συμβουλές, τον βοηθάει, όμως, να συνειδητοποιήσει ποιος είναι και να καταλάβει τι πρέπει να κάνει.
Χάρη στο γερο – μανδρίλο το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα λύνεται, και ο Σίμπα καταφέρνει να ταυτιστεί ξανά με τον πατέρα του και να κερδίσει τη χαμένη του εμπιστοσύνη, άρα και να ωριμάσει και ν’ αναλάβει τις ευθύνες του. Μέσω του γιου του ο Μουφάσα ανασταίνεται – η Σαράμπι, μάλιστα, βλέποντας μετά από χρόνια το χαμένο της γιο νομίζει πως ξαναβλέπει τον άντρα της – και ο Σίμπα καταφέρνει όχι μόνο να ταυτιστεί με τον πατέρα του, αλλά και να γίνει ο πατέρας του, γεγονός που φαίνεται και απ’ το ότι η ταινία αρχίζει και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο: στην πρώτη σκηνή βλέπουμε το βασιλιά Μουφάσα και τη βασίλισσα Σαράμπι να γιορτάζουν τη γέννηση του Σίμπα, και στην τελευταία σκηνή το βασιλιά Σίμπα και τη βασίλισσα Νάλα να γιορτάζουν τη γέννηση του δικού τους γιου. Όσο για τον Τιμόν και τον Πούμπα, που στέκονται δίπλα στους ευτυχισμένους βασιλείς, τώρα που ο Σίμπα έχει ωριμάσει μπορεί να τούς ανταποδώσει το καλό που του έκαναν, προσφέροντάς τους απλόχερα προστασία και φροντίδα. Έτσι κι αλλιώς, αν δεν ήταν ο πολύχρωμος κόσμος τους με το «Χακούνα Ματάτα», δεν θα κατάφερνε ούτε να επιβιώσει, ούτε να νιώσει ασφαλής – κι ας ήταν αυτός ο κόσμος ένα άλλοθι για να μείνει παιδί και να μην αναλάβει τις ευθύνες του…
Επιμέλεια Δημήτρης Βαγενάς
Βιβλιογραφία
Brennan, J. F. (2009), Ψυχολογία: Ιστορία και συστήματα, Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος
Feldman, R. S. (2009), Εξελικτική Ψυχολογία: Δια βίου ανάπτυξη – Τόμος Πρώτος, Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg
Freud, S. (1994), Ψυχανάλυση και λογοτεχνία, Αθήνα: Εκδόσεις ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Ποταμιάνος, Γ. Α. (2002), Θεωρίες προσωπικότητας και κλινική πρακτική, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Ο Τιμόν και ο Πούμπα λειτουργούν για το Σίμπα όπως οι εφτά νάνοι για τη Χιονάτη: κοντά τους βρίσκει ένα καταφύγιο και μια οικογένεια, μέσα στην οποία ζει χαρούμενος και προστατευμένος. Ωστόσο, οι εφτά νάνοι δεν μπορούν να γίνουν οι γονείς της Χιονάτης – αντίθετα, η ίδια φαίνεται να τους φροντίζει και να τους αγαπά όπως η μητέρας τους – και η λύτρωση έρχεται μόνο με τον ερχομό του πρίγκιπα, που σαν άλλος πατέρας σώζει τη Χιονάτη και την παίρνει υπό την προστασία του. Αντίστοιχα, ο Τιμόν και ο Πούμπα μένουν αιώνια παιδιά, μεγαλώνοντας το Σίμπα υπό τις αρχές του «Χακούνα Ματάτα» δίνοντάς του το άλλοθι να ξεχάσει, φαινομενικά, την οικογένειά του και να μην αντιμετωπίσει τα προβλήματά του κατά πρόσωπο. Ο Τιμόν και ο Πούμπα αποτελούν τη μοναδική, ουσιαστικά, κωμική νότα της ιστορίας, ενώ, σύμφωνα με τους παραγωγούς της ταινίας, αποτελούν τα μοναδικά ζώα που δεν απεικονίστηκαν με ιδιαίτερη ακρίβεια και ρεαλισμό. Αυτό μοιάζει να μην έχει γίνει τυχαία, αφού και στην τηλεοπτική σειρά κινουμένων σχεδίων με πρωταγωνιστές τους δύο ήρωες, όλα όσα συμβαίνουν είναι μη αληθοφανή, σε αντίθεση με τις περισσότερες σειρές και ταινίες της Disney που οι ήρωες κινούνται σ’ ένα συγκεκριμένο – έστω και φανταστικό – πλαίσιο: ο Τιμόν και ο Πούμπα άλλοτε ζουν στη ζούγκλα, άλλοτε είναι υπάλληλοι σε φαστφουντάδικο και συνομιλούν με ανθρώπους, ενώ σ’ ένα επεισόδιο βρίσκονται ακόμη και στην αυλή του βασιλιά Αρθούρου! Φαίνεται, δηλαδή, πως τούς συμβαίνουν όλα όσα μπορούν να συμβούν στη φαντασία ενός μικρού παιδιού, η οποία δεν γνωρίζει όρια και απαγορεύσεις. Δίπλα τους ο Σίμπα μένει κι ο ίδιος παιδί, χωρίς να μπορεί να ταυτιστεί μ’ ένα αντρικό πρότυπο και κατά συνέπεια να ωριμάσει. Η τυχαία συνάντησή του με τη Νάλα και το κάλεσμά της να γυρίσει πίσω και να εκδικηθεί το Σκαρ θα τον βάλει σε σκέψεις. Χρειάζεται, όμως, τη στήριξη και την αποδοχή του πατέρα του, έτσι ώστε να οπλιστεί με θάρρος και να πιστέψει στον εαυτό του.
Τη λύση έρχεται να δώσει ο Ραφίκι, ένας γέρος μανδρίλος που «παρακολουθεί» διακριτικά τους ήρωες καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και γνωρίζει τα κίνητρά τους, θυμίζοντας Χορό σε αρχαία τραγωδία. Ο Ραφίκι, ζητάει από το Σίμπα να καθρεφτιστεί στο νερό μιας λίμνης με αποτέλεσμα το λιοντάρι να συνειδητοποιήσει πόσο πολύ μοιάζει στον πατέρα του, που πλέον ζει μέσα απ’ αυτόν. Αμέσως μετά εμφανίζεται το φάντασμα του Μουφάσα που καλεί το γιο του να θυμηθεί ποιος είναι και να πάρει τη θέση που τού αξίζει, να γίνει δηλαδή βασιλιάς. Ακολουθεί μια συζήτηση μεταξύ του Σίμπα και του Ραφίκι, όπου το λιοντάρι παραδέχεται πως φοβάται ν’ αντιμετωπίσει το παρελθόν του και γι’ αυτό τόσο καιρό το απέφευγε. Ο γερο – μανδρίλος τού εξηγεί πως «τα παλιά πονάνε, αλλά ή θα σου γίνουν μάθημα, ή θα την ξαναπατήσεις» κι αμέσως ο Σίμπα αποφασίζει να επιστρέψει και να γίνει βασιλιάς. Ο Ραφίκι είναι κατά κάποιον τρόπο ο ψυχολόγος της ιστορίας, αφού δεν δίνει στο Σίμπα έτοιμες λύσεις και συμβουλές, τον βοηθάει, όμως, να συνειδητοποιήσει ποιος είναι και να καταλάβει τι πρέπει να κάνει.
Χάρη στο γερο – μανδρίλο το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα λύνεται, και ο Σίμπα καταφέρνει να ταυτιστεί ξανά με τον πατέρα του και να κερδίσει τη χαμένη του εμπιστοσύνη, άρα και να ωριμάσει και ν’ αναλάβει τις ευθύνες του. Μέσω του γιου του ο Μουφάσα ανασταίνεται – η Σαράμπι, μάλιστα, βλέποντας μετά από χρόνια το χαμένο της γιο νομίζει πως ξαναβλέπει τον άντρα της – και ο Σίμπα καταφέρνει όχι μόνο να ταυτιστεί με τον πατέρα του, αλλά και να γίνει ο πατέρας του, γεγονός που φαίνεται και απ’ το ότι η ταινία αρχίζει και τελειώνει με τον ίδιο τρόπο: στην πρώτη σκηνή βλέπουμε το βασιλιά Μουφάσα και τη βασίλισσα Σαράμπι να γιορτάζουν τη γέννηση του Σίμπα, και στην τελευταία σκηνή το βασιλιά Σίμπα και τη βασίλισσα Νάλα να γιορτάζουν τη γέννηση του δικού τους γιου. Όσο για τον Τιμόν και τον Πούμπα, που στέκονται δίπλα στους ευτυχισμένους βασιλείς, τώρα που ο Σίμπα έχει ωριμάσει μπορεί να τούς ανταποδώσει το καλό που του έκαναν, προσφέροντάς τους απλόχερα προστασία και φροντίδα. Έτσι κι αλλιώς, αν δεν ήταν ο πολύχρωμος κόσμος τους με το «Χακούνα Ματάτα», δεν θα κατάφερνε ούτε να επιβιώσει, ούτε να νιώσει ασφαλής – κι ας ήταν αυτός ο κόσμος ένα άλλοθι για να μείνει παιδί και να μην αναλάβει τις ευθύνες του…
Επιμέλεια Δημήτρης Βαγενάς
Βιβλιογραφία
Brennan, J. F. (2009), Ψυχολογία: Ιστορία και συστήματα, Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος
Feldman, R. S. (2009), Εξελικτική Ψυχολογία: Δια βίου ανάπτυξη – Τόμος Πρώτος, Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg
Freud, S. (1994), Ψυχανάλυση και λογοτεχνία, Αθήνα: Εκδόσεις ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ
Ποταμιάνος, Γ. Α. (2002), Θεωρίες προσωπικότητας και κλινική πρακτική, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα